ἄφθονοι

ἄφθονοι
ἄφθονος
without envy
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • благоявленыи — БЛАГО˫АВЛЕНЫИ (1*) пр. Благожелательный, независтливый: будемъ другъ къ другу блази послушливи. любовьници. покорници. тиси. свѣтли. бл҃го˫авле||нии. не буици. (ἄφϑονοι) ФСт XIV, 27а б …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • έλατο — Ονομασία που χαρακτηρίζει αρκετά είδη κωνοφόρων των γενών άμπιες και πικέα (οικογένεια πευκίδες). Τα δύο αυτά γένη είναι διαδεδομένα στις εύκρατες και ψυχρές χώρες της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής, όπου σχηματίζουν εκτεταμένα δάση …   Dictionary of Greek

  • θετίνες — οι (βιοχ.) μεθυλιωτικοί παράγοντες που είναι άφθονοι στα θαλάσσια φύκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. thetin, τ. που προέκυψε από τη σύντμηση τής γραφής τού χημ. όρου thio betaine που είναι νόθο σύνθ. < thio (πρβλ. θείο(ΙΙ) …   Dictionary of Greek

  • κισσοφόρος — κισσοφόρος, αττ. τ. κιττοφόρος, ον (Α) 1. (κυριολ. και μτφ.) στεφανωμένος με κισσό (α. «σὺ κισσοφόρε Βάκχειε δέσποτα», Αριστοφ. β. «κισσοφόροι διθύραμβοι», Σιμων.) 2. αυτός στον οποίο φύονται άφθονοι κισσοί («κισσοφόρα νάπη», Ευρ.) 3. το αρσ. ως… …   Dictionary of Greek

  • ξανθόξυλο — (xanthoxylo). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των ρουτιδών με περίπου 150 είδη που ζουν στις τροπικές και παρατροπικές περιοχές του κόσμου. Είναι θάμνοι ή δέντρα φυλλοβόλα ή αειθαλή με διακλαδώσεις αγκαθωτές. Έχει φύλλα αντίθετα, φτερωτά,… …   Dictionary of Greek

  • σερπεντινίτης — Βασικό πέτρωμα της ομάδας των περιδοτιτών, των οποίων όλα σχεδόν τα ορυκτά (ολιβίνης, πυρόξενοι, συχνά και οι αμφίβολοι) έχουν υποστεί σερπεντινίωση και μετασχηματίστηκαν σε σερπεντίνη. Άλλο χαρακτηριστικό ορυκτό των σ. είναι ο μαγνητίτης, που… …   Dictionary of Greek

  • ψαμμίτης — Πέτρωμα που αποτελείται κατά κύριο λόγο από κόκκους άμμου μεγέθους 0,02 έως 2 χιλιοστά, από τη διαγένεση της οποίας προκύπτουν οι ψ. Η άμμος μπορεί να προέρχεται από ρέοντα, θαλάσσια ή λιμναία ύδατα, ή ακόμα από τη δράση του ανέμου. Η φύση του… …   Dictionary of Greek

  • αιπυόρνις — (aepyornis). Γιγαντιαίο πουλί της τάξης των δρομέων, της οικογένειας των αιπυορνιθίδων, που έζησε σχετικά πρόσφατα (έως τον 16ο ή 17ο αι.) στη Μαδαγασκάρη όπου βρέθηκαν άφθονοι ημιαπολιθωμένοι σκελετοί και αβγά. Η α., που έμοιαζε πολύ με… …   Dictionary of Greek

  • ακτινομύκητες — (actinomycetes). Μύκητες χρήσιμοι για την παραγωγή αντιβιοτικών αλλά και παθογόνων βακτηρίων. Η ονομασία τους οφείλεται στο γεγονός ότι τα κύτταρα τους είναι νηματοειδή και διακλαδισμένα, ώστε μοιάζουν με υφές μυκήτων. Η διάμετρος των νημάτων… …   Dictionary of Greek

  • γαϊλαρδία — (gaillardia). Γένος ετήσιων ή πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των συνθέτων, με περίπου 12 καλλωπιστικά είδη, ιθαγενή της Αμερικής. Οι βλαστοί του φυτού φυτρώνουν άφθονοι μέσα από το έδαφος, σχηματίζοντας τούφα. Οι γ. παρουσιάζουν πλούσια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”